-
1 раствор
раствор 1-а α.1. άνοιγμα•раствор циркуля, ножниц το άνοιγμα του διαβήτη, του ψαλιδιού.
2. οπή•широкий раствор окна πλατύ άνοιγμα του παράθυρου.
раствор 2-а α.διάλυμα•раствор марганца διάλυμα μαγγανίου•
расыщенный раствор κορεσμένο διάλυμα.
|| κονίαμα•цементный раствор τσιμεντοκονίαμα•
известковый раствор ασβεστοκονίαμα.
|| λάσπη δομική. -
2 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
3 раствор
[ραστβόρ] ουσ. α διάλυμα -
4 раствор
[ραστβόρ] ουσ α διάλυμα -
5 соляной
αλατούχ/οςαλατοφόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > соляной
-
6 водный
επ.υδάτινος, του νερού•водный раствор υδάτινο διάλυμα•
-ое пространство υδάτινη έκταση•
водный транспорт θαλάσσια ή ποτάμια μεταφορά•
водный спорт τα ναυτικά αγωνίσματα•
-путь θαλάσσια συγκοινωνία.
-
7 квасцовый
επ.στυπτηριούχος•квасцовый раствор στυπτηριούχο διάλυμα.
-
8 коллоидный
επ.κολλοειδής•-ое свойство κολλοειδής ιδιότητα•
коллоидный раствор κολλοειδές διάλυμα•
-ые вещества κολλοειδείς ουσίες.
-
9 концентрированный
επ. από μτχ.1. συγκετρωμένος• συγκεντρωτικός•-ое внимание συγκεντρωμένη προσοχή.
2. περιεκτικός (σε ουσίες).3. πυκνός•концентрированный раствор πυκνό διάλυμα.
4. εμπλουτισμένος. -
10 крепкий
επ., βρ: -пок-πκό, -πκο.1. γερός, σκληρός•крепкий орех σκληρό καρύδι•
-ое дерево σκληρό ξύλο•
-ая ткань γερό ύφασμα•
организм γερός οργανισμός.
|| στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.2. δυνατός, ισχυρός•крепкий ветер σφοδρός άνεμος•
крепкий мороз δυνατό κρύο.
3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•крепкий кофе βαρύς καφές•
крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•
крепкий уксус δυνατό ξίδι•
крепкий табак βαρύς καπνός•
-ое вино δυνατό κρασί.
εκφρ.- ая дисциплина – γερή πειθαρχία•- ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•-ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•- сон – βαθύς ύπνος•крепок на ухо – ο βαρόκοος. -
11 насыщенный
επ. από μτχ.1. κορεσμένος•раствор κορεσμένο διάλυμα.
2. μτφ..περιεκτικότατος, πλούσιος•-ое изложение πλούσια έκθεση.
-
12 нейтральный
επ., βρ: -лен -льна, -льно;1. ουδέτερος•-ая страна ουδέτερη χώρα•
-ое государство ουδέτερο κράτος•
нейтральный наблюдатель ουδέτερος παρατηρητής•
нейтральный человек ουδέτερος άνθρωπος•
-ое поведение ουδέτερη στάση.
2. ούτε βλαβερός, ούτε ωφέλιμος.3. (χημ.) που δεν ανήκει στα οξέα, ούτε και στα αλκάλεια•нейтральный раствор ουδέτερο διάλυμα.
-
13 ненасыщенный
επ. (χημ.) ακόρεστος•ненасыщенный раствор ακόρεστο διάλυμα.
-
14 фиксажный
επ.στερεωτικός•фиксажный раствор στερεωτικό διάλυμα (για φωτογραφίες).
-
15 щелочной
επ.1. αλκαλιούχος, -ικός•-ая вода αλκλικό νερό•
щелочной раствор αλκαλικό διάλυμα.
2. με αλκάλι• -
16 содовый
επ.της σόδας•содовый раствор διάλυμα σόδας.
|| ουσ. θ. -ая διάλυμα σόδας.εκφρ.- ая вода – διάλυμα σόδας. -
17 разводить
1. (напр. мосты) ανοίγω 2. (растворять) διαλύω 3. (растения) καλλιεργώ 4. (животных) (εκ)τρέφωμεγαλώνω5. (огонь) ανάβω 6. (пары) ανεβάζω την πίεση 7. (пилу) κανονίζω/ρυθμίζω τους οδόντες (του πριονιού) 8. (расторгать чей-л. брак) δίνω/χορηγώ διαζύγιοδιαζευγνύω, χωρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разводить
-
18 белильный
επ.λευκαντικός, του ασπρίσματος•белильный раствор διάλυμα λεύκανσης.
-
19 двухпроцентный
επ.που περιέχει 2%• двухпроцентный раствор διάλυμα 2%. -
20 концентрация
-и θ.συγκέντρωση• πυκνότητα•концентрация войск συγκέντρωση στρατευμάτων•
концентрация населения συγκέντρωση του πληθυσμού•
раствор высокой -и διάλυμα μεγάλης πυκνότητας.
- 1
- 2